θυοσκόος

θυοσκόος
θυοσκόος, -ον (Α)
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ θυοσκόος
α) ο ιερέας που τελεί τη θυσία, ο θύτης
β) στον πληθ. οἱ θυοσκόοι
οι ιεροσκόποι, οι θυοσκόποι
2. φρ. α) «Μαινάδες θυοσκόοι» — οι θεόπνευστες Μαινάδες
β) «θυοσκόα ἱρά» — θυτικά εργαλεία, σκεύη θυσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + -σκόος < *-σκόF-ος, που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα *(s)kow- της ΙΕ ρίζας *(s)kew- «στρέφω την προσοχή μου, παρατηρώ» (βλ. και λ. ακούω και κοώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θυοσκόος — sacrificing priest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυοσκόοι — θυοσκόος sacrificing priest masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυοσκόον — θυοσκόος sacrificing priest masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυοσκόου — θυοσκόος sacrificing priest masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυοσκόους — θυοσκόος sacrificing priest masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυοσκόων — θυοσκόος sacrificing priest masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυηκόος — θυηκόος, ὁ (Α) θυοσκόος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θυοσκόος] …   Dictionary of Greek

  • чую — чуть, чуять, сюда же чуть, нареч., учувать учуять, заметить , чувство, чу! (см.), укр. чую, чути чувствовать , чувати, итер., слыхать, чуять , блр. чуць, чую, чуваць слышать , др. русск. чую, чути чувствовать, слышать, понимать , чувати слышать …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • θυηχούς — θυηχοῡς, όος, ὁ (Α) επιγρ. θυηκόος*, θυοσκόος* …   Dictionary of Greek

  • θυοσκώ — θυοσκῶ, έω (Α) [θυοσκόος] θυσιάζω, προσφέρω ολοκαυτώματα με το πυρ τής θυσίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”